- προκάθαρσις
- προκάθαρσις [pron. full] [κᾰ], εως, ἡ, = foreg., Sch.Ar.Pl.846.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκάθαρσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [προκαθαίρω] η προηγούμενη ή η προπαρασκευαστική κάθαρση … Dictionary of Greek
προκάθαρσιν — προκάθαρσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθάρσιμος — ον, Μ [προκάθαρσις] αυτός που αναφέρεται στην εκ τών προτέρων κάθαρση … Dictionary of Greek
προκαθάρσεως — προκαθάρσεω̆ς , προκάθαρσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)